κούνα

κούνα
(I)
κούνα, ἡ (Μ)
βλ. κούνια.
————————
(II)
κούνα, ἡ (Μ)
1. σφήνα
2. φρ. (στο Βυζάντιο) «ή κατά κούναν τάξις» — η προέλαση πεζών ή ιππέων κατά μικρά διαστήματα για ανίχνευση τού εδάφους ή για ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuneus «σφήνα»].
————————
(III)
η, και κούνι, το
το δέρμα τού κουναβιού, τής νυφίτσας και άλλων ζώων τής οικογένειας mustelidae, που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στο εμπόριο ως ανταλλακτική μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. kuna].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… …   Dictionary of Greek

  • κούνια — Βλ. λ. αιώρα. * * * η (Μ κούνια και κούνα) 1. το κρεβάτι τού μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ του γάλα», δημ. δίστιχο) 2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… …   Dictionary of Greek

  • καραγκούνης — ο, θηλ. καραγκούνα 1. συν. στον πληθ. οι καραγκούνηδες Έλληνες κάτοικοι τής πεδινής Θεσσαλίας που ασχολούνται με τη γεωργία 2. άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος 3. φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < τουρκ. kara Yunan «μαύρος Έλληνας».… …   Dictionary of Greek

  • κουδουνίστρα — η πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν τό κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα, χωρίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • κουνίστρα — η 1. κούνια 2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. ίστρα (πρβλ. μανταρ ίστρα)] …   Dictionary of Greek

  • κούνι — το βλ. κούνα (ΙΙΙ) …   Dictionary of Greek

  • μπεγλερώ — άω [μπεγλέρι] 1. κουνώ τα ζάρια στη χούφτα προτού τά ρίξω 2. φρ. «μπεγλέρα τα» (ως σύσταση στον αντίπαλο παίκτη) κούνα τα ζάρια πιο ζωηρά …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”